- ὀξύγγιον
- ὀξύγγιον, τό, = Lat.A axungia, lard, Dsc.3.90, al., Orib.Fr.97, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξύγγιον — ὀξύγγιον και ὀξάγγιον, τὸ (Α) 1. χοιρινό λίπος, ξίγκι, λαρδί 2. πληθ. λιπαντική ουσία για τους άξονες τής άμαξας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. axungia «χοιρινό λίπος»] … Dictionary of Greek
ὀξύγγιον — axungia neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυγγίου — ὀξύγγιον axungia neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυγγίῳ — ὀξύγγιον axungia neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξάγγιον — ὀξάγγιον, τὸ (Α) βλ. οξύγγιον … Dictionary of Greek
οξυγγοσάπουνον — ὀξυγγοσάπουνον, τὸ (Α) σαπούνι παρασκευασμένο από ζωικό λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύγγιον + σάπων] … Dictionary of Greek